ἐπιδιαμένω
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
English (LSJ)
A remain after, D.L.Prooem.11, Dsc.1.12, Artem.1.45; continue to exist, Diog.Oen.36.
German (Pape)
[Seite 937] (s. μένω), noch dabei bleiben, Sp.
Greek Monolingual
ἐπιδιαμένω (Α)
διαμένω εν συνεχεία κάπου αλλού.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδιαμένω: оставаться, сохраняться (ἡ ψυχὴ καὶ ἐπιδιαμένει καὶ μετεμβαίνει Diog. L.).