ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Full diacritics: ἡμίχῑον | Medium diacritics: ἡμίχιον | Low diacritics: ημίχιον | Capitals: ΗΜΙΧΙΟΝ |
Transliteration A: hēmíchion | Transliteration B: hēmichion | Transliteration C: imichion | Beta Code: h(mi/xion |
τό, a measure,
A half a χῖον, PCair.Zen.12.17 (iii B.C.), etc.
ἡμίχιον, τὸ (Α)
πάπ. είδος μέτρου, μισό χίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + χίον «σταμνί κρασιού από τη Χίο»].