ὀφθαλμοειδής

From LSJ
Revision as of 15:19, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφθαλμοειδής Medium diacritics: ὀφθαλμοειδής Low diacritics: οφθαλμοειδής Capitals: ΟΦΘΑΛΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ophthalmoeidḗs Transliteration B: ophthalmoeidēs Transliteration C: ofthalmoeidis Beta Code: o)fqalmoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like eyes, ἄνθη Dsc.3.139. Adv. -δῶς Ps.-Dsc.4.58.    2 visible, ἔργον Aristox. Harm.p.40M.

German (Pape)

[Seite 425] ές, augenartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ὀφθαλμόν, Διοσκ. 3. 156. 2) φανερός, κατάδηλος, καταφανής, Ἀριστόξενος ἐν Ἀρμον. Στοιχ. σ. 40.

Greek Monolingual

-ές (Α ὀφθαλμοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με οφθαλμό
αρχ.
καταφανής, ολοφάνερος.
επίρρ...
ὀφθαλμοειδῶς (Α)
με σχήμα οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + -ειδής].