ἀμερσίγαμος
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ον,
A robbing of wedlock, Nonn.D.7.226.
German (Pape)
[Seite 122] der Hochzeit beraubend, Nonn. D. 7. 226. 8, 372.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμερσίγᾰμος: -ον, ὁ ἀποστερῶν τινα τοῦ γαμηλίου δεσμοῦ, Νόνν. Δ. 7. 226.
Spanish (DGE)
(ἀμερσίγᾰμος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que priva de o impide las bodas ἀμερσιγάμῳ Κρόνος ἅρπῃ μήδεα πατρός ἔτεμνεν Crono cortó los genitales de su padre con una hoz que impide las bodas Nonn.D.7.226, ἀ. κεραυνός del rayo de Zeus que consumió a Sémele y puso fin a su γάμος Nonn.D.8.372.
Greek Monolingual
ἀμερσίγαμος, -ον (Α)
αυτός που αποστερεί κάποιον από τον δεσμό του γάμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμέρδω + -γάμος < γάμος.