ἀντικατάγω
From LSJ
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
English (LSJ)
[ᾰγ],
A bring in instead:—Pass., ἀντικαταχθῆμέν τινι come into the place of another, Ti.Locr.101d.
German (Pape)
[Seite 252] (s. ἄγω), dagegen, zum Ersatz einführen, Tim. Locr. 101 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικατάγω: κατάγω ἀντὶ τινος: - Παθ., ἀντικαταχθῆμέν τινι, ἐλθεῖν εἰς τὴν θέσιν ἑτέρου, Τίμ. Λοκρ. 101D.
Spanish (DGE)
introducir en lugar de en v. pas. ἀντικαταχθῆμεν τὸ ἴσον τῷ ἀναλωθέντι (en teorías sobre la respiración), Ti.Locr.101d.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικατάγω: сызнова или взамен вводить: ἀντικαταχθῆμεν τῷ ἀναλωθέντι Plat. вводиться на место исчезнувшего.