ἀνθρωπόμορφος

From LSJ
Revision as of 15:28, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωπόμορφος Medium diacritics: ἀνθρωπόμορφος Low diacritics: ανθρωπόμορφος Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: anthrōpómorphos Transliteration B: anthrōpomorphos Transliteration C: anthropomorfos Beta Code: a)nqrwpo/morfos

English (LSJ)

ον,

   A of human form, θεός Epicur.Fr. 353, cf. Str.17.1.28, Ph.1.15, Corn.ND27, Procop.Arc.18; ζῴδια Ptol.Tetr.79,181.

German (Pape)

[Seite 234] von menschlicher Gestalt, θεός Plut.; δράκων Luc. Alex. 12. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωπόμορφος: -ον, ὁ μορφὴν ἀνθρώπου ἔχων, ἀνθρωποειδής, Στράβ. 805, Φίλων 1. 15, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 21. ― Ἐπίρρ. -φως Θεόδ. Στουδ. Ἐντεῦθεν ἀνθρωπομορφιανοὶ καὶ -μορφῖται, οἱ, αἱρετικοὶ παραδεχόμενοι τὸν Θεὸν ὡς ἔχοντα μορφὴν ἀνθρώπινην· οἱ αὐτοὶ ἐκαλοῦντο καὶ Αὐδιανοὶ ἀπὸ τοῦ αἱρεσιάρχου αὐτῶν Αὐδαίου, Ἱερώνυμ. ΙΙ. 364, Κύριλ. Ἀλ. ΙΧ. 1065, Ἐπιφάν. ΙΙ. 2236Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à forme humaine.
Étymologie: ἄνθρωπος, μορφή.

Spanish (DGE)

-ον
1 antropomorfo, de forma humana θεός Chrysipp.Stoic.2.305, Ph.1.15, Clem.Al.Strom.7.4.22, Ath.Al.M.28.1229B, Origenes Dial.12 (p.146.19), τὸ θεῖον Ammon.Ac.M.85.1565A, ξόανον Str.17.1.28, τὰ δ' ἄνω del cuerpo de Pan, Corn.ND 27, τῶν θεῶν τὰ σώματα Plu.2.167d, βρέφος ... γεγονὸς ἐξ ἵππου Plu.2.149C, δαίμων τις Procop.Arc.18.1, (τὸ αἴτιον) ἀνθρωπόμορφον ... εἰσάγειν Ph.1.335, εἶδος Ph.1.622, θηρίον Ph.2.6, Ign.Sm.4.1, τὰ ἀ. τῶν ζῳδίων Ptol.Tetr.2.8.6, cf. 4.4.9, δράκων Luc.Alex.16, cf. 12, de la mandrágora, Ps.Dsc.4.75.
2 adv. -ως en forma humana Meth.Sym.et Ann.M.18.372D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνθρωπόμορφος, -ον)
1. αυτός που έχει τη μορφή, το σχήμα ανθρώπου, ανθρωποειδής
2. φρ. «ἀνθρωπόμορφον τέρας» (υβριστικά).

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωπόμορφος: человекообразный (τὰ τῶν θεῶν σώματα Plut.; δράκων Luc.).