ἐλαιοφυτεία

From LSJ
Revision as of 15:35, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand

Menander, Monostichoi, 240
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιοφῠτεία Medium diacritics: ἐλαιοφυτεία Low diacritics: ελαιοφυτεία Capitals: ΕΛΑΙΟΦΥΤΕΙΑ
Transliteration A: elaiophyteía Transliteration B: elaiophyteia Transliteration C: elaiofyteia Beta Code: e)laiofutei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A planting of olives, St.Byz.s.v.Φελλεύς.

German (Pape)

[Seite 789] ἡ, Oelpflanzung, St. B. v. Φελλεύς.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιοφῠτεία: ἡ, τὸ φυτεύειν ἐλαίας, γῆν λιπαρὰν πρὸς ἐλαιοφυτείαν Στέφ. Β. ἐν λ. φελλεύς.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ plantío de olivos, olivar St.Byz.s.u. Φελλεύς.

Greek Monolingual

η (AM ἐλαιοφυτεία)
1. η φύτευση ελαιοδένδρων
2. έκταση γης φυτεμένη με ελιές, ελαιώνας, λιόφυτο, λιοστάσι.