εὐαίνετος

From LSJ
Revision as of 15:51, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαίνετος Medium diacritics: εὐαίνετος Low diacritics: ευαίνετος Capitals: ΕΥΑΙΝΕΤΟΣ
Transliteration A: euaínetos Transliteration B: euainetos Transliteration C: evainetos Beta Code: eu)ai/netos

English (LSJ)

ον, (αἰνέω)

   A much-extolled, μέριμνα B.18.11; ἵππος Antim. 25.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαίνετος: καὶ εὐαίνητος, ον, (αἰνέω) ὁ πολυαίνετος. εὐαίνητος Ὀρφεὺς Πινδ. Π. 4. 315· εὐαίνετε Κηΐα μέριμνα Βακχυλ. 18. 11 (ἔκδ. Blass).

Greek Monolingual

εὐαίνετος, -ον και εὐαίνητος, -ον (Α)
πολύ επαινετός, αξιέπαινος, πολυπαινεμένος («εὐαίνετος μέριμνα», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αινετός ή αινητός (< αινώ), πρβλ. πολυ-αίνετος].