κριοκέφαλος

From LSJ
Revision as of 15:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑοκέφαλος Medium diacritics: κριοκέφαλος Low diacritics: κριοκέφαλος Capitals: ΚΡΙΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: krioképhalos Transliteration B: kriokephalos Transliteration C: kriokefalos Beta Code: krioke/falos

English (LSJ)

ον,

   A ram-headed, Hermes Trism.in Rev.Phil.32.254.

German (Pape)

[Seite 1510] mit einem Widderkopf, Ἄμμων, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑοκέφᾰλος: -ον, ὁ, ἔχων κεφαλὴν κριοῦ, κριοκέφαλος Ἄμμων Ἀθανάσ. τ. 1, σ. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κριοκέφαλος, -ον)
νεοελλ.
ζωολ. κολεόπτερο έντομο της οικογένειας κεραμβυκίδες
αρχ.
αυτός που έχει κεφάλι κριαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. αιγο-κέφαλος, βου-κέφαλος.