μικρόπους

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρόπους Medium diacritics: μικρόπους Low diacritics: μικρόπους Capitals: ΜΙΚΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: mikrópous Transliteration B: mikropous Transliteration C: mikropous Beta Code: mikro/pous

English (LSJ)

ουν, gen. ποδος,

   A small-footed, Eust. 1502.26.

Greek (Liddell-Scott)

μικρόπους: ουν, ὁ ἔχων μικροὺς πόδας, Ἰω. Μαλαλ., Εὐστ. 1502. 26, κτλ.· ποιητ. μικρόπος, Τζέτζ. Μεθ’-Ὅμ. 372.

Greek Monolingual

μικρόπους και ποιητ. τ. αρσ. μικρόπος, -ουν (Μ)
αυτός που έχει μικρά πόδια, μικροπόδαρος, κοντοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + πούς (πρβλ. μεγαλό-πους)].