χαμαίρωψ

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίρωψ Medium diacritics: χαμαίρωψ Low diacritics: χαμαίρωψ Capitals: ΧΑΜΑΙΡΩΨ
Transliteration A: chamaírōps Transliteration B: chamairōps Transliteration C: chamairops Beta Code: xamai/rwy

English (LSJ)

ἡ,

   A = χαμαίδρυς 1, Dsc.3.98 (v.l. χαμαίδρωψ), Paul.Aeg.7.3; acc. sg. chamaeropem Plin.HN24.130 (elsewh. only nom.).    II dwarf-palm, v.l. in Plin.HN13.39.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίρωψ: -οπος, ἡ, ἴσως χαμαίδρυς, Πλίν. (μετὰ διαφ. γραφ. chamaedrops).

Greek Monolingual

-οπος, η, ΝΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια φοινικίδες της τάξης αρεκώδη
αρχ.
η χαμαίδρυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + ῥώψ (Ι) «μικρό χαμόδεντρο, θάμνος». Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chamaerops].