χοροκτόνος

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοροκτόνος Medium diacritics: χοροκτόνος Low diacritics: χοροκτόνος Capitals: ΧΟΡΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: choroktónos Transliteration B: choroktonos Transliteration C: choroktonos Beta Code: xorokto/nos

English (LSJ)

ον,

   A choir-destroying, Strattis 15.

Greek (Liddell-Scott)

χοροκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων, καταστρέφων τὸν χορόν, Στράττις παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 406.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καταστρέφει τον χορό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. πατρο-κτόνος.