ᾠοσκοπία

From LSJ
Revision as of 16:26, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾠοσκοπία Medium diacritics: ᾠοσκοπία Low diacritics: ωοσκοπία Capitals: ΩΟΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: ōioskopía Transliteration B: ōoskopia Transliteration C: ooskopia Beta Code: w)|oskopi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A inspection of eggs, divination from them, Suid. s.v. Ἑρμαγόρας:— ᾠο-σκοπικά, τά, a treatise thereon, attributed to Orph., Id. s.v. Ὀρφεύς.

Greek (Liddell-Scott)

ᾠοσκοπία: ἡ, ἡ διὰ τῶν ᾠῶν μαντεία, Σουΐδ. ἐν λέξει Ἑρμαγόρας Ἀμφιπολίτης· -ὠοσκοπικά, τά, πραγματεία τις περὶ τῆς τέχνης ταύτης ἀποδιδομένη εἰς τὸν Ὀρφέα, Σουΐδ. ἐν λ. Ὀρφεὺς (f): πρβλ. ᾠοθυτικά.

Greek Monolingual

η / ᾠοσκοπία, ΝΑ, και ωοσκόπηση, Ν
αβγομαντεία
νεοελλ.
(τροφ. τεχνολ.) η εξέταση του περιεχομένου ακέραιων αβγών με τη βοήθεια ισχυρής φωτεινής δέσμης, για την ποιοτική ταξινόμησή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -σκοπία / -σκόπηση (< -σκόπος < σκέπτομαι), πρβλ. οἰωνο-σκοπία].