ἐμμετεωρίζομαι
From LSJ
ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
English (LSJ)
Pass.,
A to be carried aloft, τῷ αἰθέρι Philostr.VA1.5.
German (Pape)
[Seite 808] τινί, sich worin erheben, Philostr. v. Apoll. 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμετεωρίζομαι: παθ., ὑψοῦμαι, αἴρομαι εἰς ὕψος, τῷ αἰθέρι Φιλόστρ. 7.
Spanish (DGE)
elevarse, levantarse ὡς ... σκηπτὸς ... ἐμμετεωρισθείη τῷ αἰθέρι Philostr.VA 1.5
•fig., de pers. quedarse suspendido τὸ μὴ πρὸς τὰς ἀπάτας τοῦ βίου τούτου ἐμμετεωρίζεσθαι no quedarse suspendido de las falsas esperanzas de esta vida Gr.Naz.Ep.238.5.
Greek Monolingual
ἐμμετεωρίζομαι (Α)
αιωρούμαι σε ύψος, στον αέρα.