ἀνδράδελφος
From LSJ
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
English (LSJ)
ὁ,
A husband's brother, brother-in-law, Suid.:—fem. ἀνδρ-αδέλφη, ἡ, husband's sister, Eust.392.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδράδελφος: [ᾰ], ὁ, ὁ τοῦ ἀνδρὸς (τοῦ συζύγου) ἀδελφός, - ἡ ἀνδράδελφος, ἡ ἀδελφὴ τοῦ συζύγου, Σουΐδ., ἐν λέξει γαλόῳ, ὁ Εὐστάθιος ὅμως (Ἰλ. 392. 2) καὶ ὁ Ζωναρᾶς (419) ἔχουσιν ἀνδραδέλφη ὡς καὶ νῦν· ὡς πρὸς τὸν τονισμὸν τῆς λέξεως ἴδε Chandler § 193 καὶ 425.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ, ἡ
1 hermano del marido, cuñado, MAMA 1.363.3, 369.3 (Axilo), cf. 8.167, Sud.s.u. γαλόῳ.
2 hermana del marido, cuñada Sud.s.u. γαλόῳ.
Greek Monolingual
ο (Μ ἀνδράδελφος)
ο αδελφός του συζύγου.