παππεπίπαππος
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
ὁ, one's
A grandfather's grandfather, Nicopho 22, = Philonid.15.
German (Pape)
[Seite 466] ὁ, der Urgroßvater, Poll. 3, 18 aus Philonid. com. angeführt, aber als δεινῶς ἰδιωτικόν bezeichnet.
Greek (Liddell-Scott)
παππεπίπαππος: ὁ, ὁ τοῦ πάππου πάππος, Νικοφ. ἐν Ἀδήλ. 1· πρβλ. φαυλεπίφαυλος.