ἐστρωμένος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek (Liddell-Scott)
ἐστρωμένος: μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ στορέννυμι, «στρωμένος» Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 159.
English (Woodhouse)
(see also: στορέννυμι) covered with a pall