ἐλευθερόστομος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A free-spoken, γλῶσσα A.Supp.948.
German (Pape)
[Seite 796] freies Mundes, freimüthig; γλῶσσα Aesch. Suppl. 926.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλευθερόστομος: -ον, ὁ ἐλευθέρως λαλῶν, σαφῆ δ’ ἀκούεις ἐξ ἐλευθεροστόμου γλώσσης Αἰσχύλ. Ἱκ. 948.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle librement ou avec franchise.
Étymologie: ἐλεύθερος, στόμα.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐλευθερόστομος, -ον)
αυτός που μιλά με θάρρος και παρρησία
νεοελλ.
όποιος χρησιμοποιεί άσεμνες λέξεις και εκφράσεις.
Russian (Dvoretsky)
ἐλευθερόστομος: свободно говорящий, откровенный (γλῶσσα Aesch.).