πεταλοποιός
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
όν,
A making leaves of metal, goldbeater, Gloss.
German (Pape)
[Seite 604] Blätter, Platten von Metall machend, Klempner, Goldschläger (?).
Greek (Liddell-Scott)
πετᾰλοποιός: -όν, ὁ σχηματίζων φύλλα μετάλλου, ὁ σφυρηλατῶν τὸν χρυσόν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο, Ν
αυτός που κατασκευάζει πέταλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέταλον + -ποιός].