γυμνοπόδιον
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
τό,
A kind of sandal or slipper, Poll.7.94.
German (Pape)
[Seite 509] τό, eine Art Fußbekleidung der Frauen, Poll. 7, 94.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνοπόδιον: τό, γυναικεῖον ὑπόδημα, Πολυδ. Ζ΄,94.
Spanish (DGE)
-ου, τό cierto tipo de sandalia Poll.7.94.
Greek Monolingual
γυμνοπόδιον, το (Α)
είδος γυναικείου υποδήματος.