τοπογραμματεία
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἡ,
A office of τοπογραμματεύς, PTeb.24.66 (ii B.C.), PSI1.101.16 (ii A. D.), etc.
Greek Monolingual
ἡ, Α τοπογραμματεύς
το αξίωμα του τοπογραμματέως.