μελανοκόμης
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
English (LSJ)
v. l. for μελαγκόμης in Poll.2.24.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνοκόμης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων κόμην μέλαιναν, Πολυδ. Β΄, 24.
Greek Monolingual
μελανοκόμης, ὁ (Α)
βλ. μελαγκόμης.