παροξυντέον
From LSJ
English (LSJ)
A one must make paroxytone, Poll.1.55.
Greek (Liddell-Scott)
παροξυντέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ παροξύνω, δεῖ παροξύνειν, «τρισκαιδεκαέτης, παροξυντέον» Πολυδ. Α΄, 55.
Full diacritics: παροξυντέον | Medium diacritics: παροξυντέον | Low diacritics: παροξυντέον | Capitals: ΠΑΡΟΞΥΝΤΕΟΝ |
Transliteration A: paroxyntéon | Transliteration B: paroxynteon | Transliteration C: paroksynteon | Beta Code: parocunte/on |
A one must make paroxytone, Poll.1.55.
παροξυντέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ παροξύνω, δεῖ παροξύνειν, «τρισκαιδεκαέτης, παροξυντέον» Πολυδ. Α΄, 55.