λελυμένως
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
Adv., (λύω
A mildly, chronically, of fever, Hp.Coac.470, cf. Gal.16.672; openly, freely, τι περί τινος δηλῶσαι Chio Ep.7.3.
German (Pape)
[Seite 28] adv. zum part. perf. pass. zu λύω, gelöst, zerstreut, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
λελῠμένως: ἐπίρρ. (λύω) χαλαρῶς, βραδέως, Ἱππ. Κωακ. Προγνώσ. 194.
Greek Monolingual
λελυμένως (Α)
επίρρ.
1. ήπια, μαλακά
2. απροκάλυπτα, απερίφραστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λελυμένος, μτχ. του λέλυμαι, παρακμ. του λύομαι].