παλεονυμφάγονος
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
[φᾱ], ον,
A where nymphs were born of old, ἄντρον ib.120 (-φαιο- Pap.).
Greek Monolingual
παλεονυμφάγονος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο από παλιά γεννώνται νύμφες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλεός (βλ. λ. παλαιός) + νύμφα + -γονος (< γόνος < γίγνομαι)].