παλεονυμφάγονος

English (LSJ)

[φᾱ], ον where nymphs were born of old, ἄντρον ib.120 (-φαιο- Pap.).

Greek Monolingual

παλεονυμφάγονος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο από παλιά γεννώνται νύμφες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλεός (βλ. λ. παλαιός) + νύμφα + -γονος (< γόνος < γίγνομαι)].