νύμφα
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
poet. voc. for νύμφη; but νύμφα, Dor. for νύμφη.
German (Pape)
[Seite 268] ἡ, poet. = νύμφη; bei Hom. nur im voc., νύμφα φίλη, Il. 3, 130 Od. 4, 743, wie Callim. H. Del. 215; sp. D. haben auch den nom. u. acc., νύμφα u. νύμφαν, vgl. Iac. A. P. p. LXIII; Lob. Phryn. 332. – Aber νύμφα ist dor. = νύμφη.
French (Bailly abrégé)
1seul. au voc.
c. νύμφη.
2dor. p. νύμφη.
Russian (Dvoretsky)
νύμφᾱ:
I ἡ дор. = νύμφη.
νύμφᾰ: II эп. voc. к νύμφη.
Greek (Liddell-Scott)
νύμφᾰ: ποιητικ. κλητ. τοῦ νύμφη· ἀλλὰ νυμφᾶ, Δωρ. ἀντὶ νύμφη.
English (Slater)
νύμφα
a bride, (married) woman Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον (O. 7.14) “νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν” Cyrene (P. 9.56) εὐθὺς δ ἀπανάνατο νύμφαν Hippolyta (N. 5.33) ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστόποσιν Hera Πα. 21. 4, 12, 20, 28.
b pl. Nymphs, water goddesses. θερμὰ Νυμφᾶν λουτρὰ βαστάζεις the warm springs of Himera (O. 12.19)
c frag. ]νύμφαν συ[ Πα. 13. a. 13.
Greek Monolingual
νύμφα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. νύφη.
Greek Monotonic
νύμφᾰ:I. Επικ. κλητ. αντί νύμφη. II. νύμφᾱ, Δωρ. αντί νύμφη.