προσείλημα

From LSJ
Revision as of 12:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσείλημα Medium diacritics: προσείλημα Low diacritics: προσείλημα Capitals: ΠΡΟΣΕΙΛΗΜΑ
Transliteration A: proseílēma Transliteration B: proseilēma Transliteration C: proseilima Beta Code: prosei/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A wrapping, κεφαλῆς, i.e. turban, Creon 1.

Greek Monolingual

-είματος, τὸ, Α
1. αυτό με το οποίο καλύπτει κανείς κάτι, περικάλυμμα, περιτύλιγμα
2. φρ. «προσείλημα κεφαλῆς» — σαρίκι, τουρμπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + εἴλημα «κάλυμμα»].