Ἀδώνιος
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
ὁ, rare form of Ἄδωνις, Plu.2.756c. II as Adj., ος, ον, of Adonis:—hence Ἀδώνιον, τό, a statue of him borne in the Adonia, Suid. 2 (sub. μέτρον) a kind of verse, consisting of a dactyl and spondee, Sacerd.p.516 K. 3 = Ἄδωνις 111, Plin.HN21.60.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀδώνιος: ὁ, σπάν. τύπος τοῦ Ἄδωνις, Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 188, Πλούτ. 2. 206C. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. -ος, -ον, τοῦ Ἀδώνιδος· ὅθεν: 1) Ἀδώνιον, τό, ἄγαλμα αὐτοῦ φερόμενον κατὰ τὰ Ἀδώνια, Σουΐδ. 2) (ἐν λ. μέτρον) εἶδος στίχου συγκειμένου ἐκ δακτύλου καὶ σπονδείου, Ἕρμαν. El. Metr. 715.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d’Adonis ; τὰ Ἀδώνια fêtes d’Adonis.
Étymologie: Ἄδωνις.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 Adonis Sapph.117B, Ar.Fr.759, Cratin.404, Pherecr.213, Pl.Com.4, Suppl.Mag.63.8.
2 Adonio n. de mes en Nacona IGDS 206.2, 9 (III a.C.) (cf. Ἀδωνιών).
Russian (Dvoretsky)
Ἀδώνιος: II ὁ стих. адонисов стих (– ∪ ∪ / – –).
адонисов Plut.