τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
aor. 1 of ἵημι.
ao. de ἵημι et pf. de ἥκω.
see ἵημι.
ἧκα: αόρ. αʹ του ἵημι.
ἧκα:I aor. 1 к ἵημι.II pf. к ἥκω.