ὤκιστος
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
Full diacritics: ὤκιστος | Medium diacritics: ὤκιστος | Low diacritics: ώκιστος | Capitals: ΩΚΙΣΤΟΣ |
Transliteration A: ṓkistos | Transliteration B: ōkistos | Transliteration C: okistos | Beta Code: w)/kistos |
old Sup. of ὠκύς (q. v.).
ὤκιστος: ὠκίων, ἀνώμαλον ὑπερθ. καὶ συγκρ. τοῦ ὠκύς.
v. ὠκύς.
see ὠκύς.
ὤκιστος: ὠκίων, ανώμαλος υπερθ. και συγκρ. του ὠκύς.