affable
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. εὐπροσήγορος, φιλάνθρωπος, φιλόφρων (Xen.), P. εὐπρόσοδος, ῥᾴδιος, κοινός.