ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
P. and V. σχέτλιος, σκληρός, πικρός, P. ἀπαραίτητος, V. δυσπαραίτητος, νηλής. ἀνοικτίρμων (Soph., Fragment), δυσάλγητος, Ar. and V. ἄνοικτος. ἄτεγκτος; see cruel.