γερροχελώνη
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
ἡ, A penthouse, mantlet, used in siege-works, Ph.Bel.98.19.
Greek (Liddell-Scott)
γερροχελώνη: ἡ ἴδε γέρρον, πολιορκητικὴ μηχανὴ ὁμοία χελώνῃ ἐκ γέρρων πεποιημένη, Φίλων ἐν Μαθ. Ἀρχ. σ. 99.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
testudo o mantelete formado por escudos de mimbre colocados sobre las cabezas de los guerreros, Ph.Mech.98.19, Poliorc.199.15.
Greek Monolingual
γερροχελώνη, η (Α)
βλ. γέρρον (4).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γέρρον + χελώνη.