γριφᾶσθαι
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
Lacon. A = γράφειν, Hsch.; also, scratch, Id.: ἀλγήματα γριφόμενα (prob. -ώμενα) lancinating pains, Hp.Prorrh.1.100, cf. Gal.ad loc.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: γράφειν, οἱ δε ξύειν καὶ ἀμύσσειν. Λάκωνες H.; γριφώμενα (ἀλγήματα) Hp. Prorrh. 1, 100, Erot., γραφόμενα, η ἐπανειλούμενα H. is unclear).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One compares σκαριφᾶσθαι, s. v. Here perhaps also ἀγρεῖφνα, ἀγρίφη harrow, s. vv.
Frisk Etymology German
γριφᾶσθαι: {griphãsthai}
Meaning: γράφειν, οἱ δὲ ξύειν καὶ ἀμύσσειν. Λάκωνες H.; γριφώμενα (ἀλγήματα Hp. Prorrh. 1, 100, Erot., H.).
Etymology : Intensivbildung, mit γράφω verwandt, aber im Vokalismus nach einem unbekannten Muster (σκαριφᾶσθαι und Verw.?, s. d.) umgeformt. Hierher wahrscheinlich ἀγρεῖφνα, ἀγρίφη Egge, Harke, s. dd.
Page 1,327