δεκάλογος
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
ου, ἡ, A Decalogue, Jul.Gal.152b.
German (Pape)
[Seite 542] ὁ, die zehn Gebote, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάλογος: ὁ, αἱ δέκα ἐντολαὶ τοῦ Θεοῦ, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
1 el decálogo de Moisés, los diez mandamientos Clem.Al.Paed.3.12.89, Strom.6.16.133, Ptol.Gnost.Ep.5.3, Origenes Fr.62 in Ier.39.17, Iul.Gal.152b, Const.App.2.26.2, Cassiod.in Psalm.14.5.
2 como adj. del decálogo σάλπιγξ Ast.Soph.Hom.23.15.
Greek Monolingual
ο (AM δεκάλογος)
ο κατάλογος τών δέκα εντολών που δόθηκαν από τον θεό στον Μωυσή
νεοελλ.
κανόνας με δέκα βασικές εντολές, διατάξεις ή συμβουλές («ο δεκάλογος της υγείας»).