εἱρκτέον
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
((εἵργω) A one must prevent, S.Aj.1250.
Greek (Liddell-Scott)
εἱρκτέον: ῥηματ. ἐπιθ. τοῦ εἵργω, πρέπει τις νὰ κωλύσῃ, νὰ ἐμποδίσῃ, Σοφ. Αἴ. 1250.
Greek Monotonic
εἱρκτέον: ρημ. επίθ. του εἴργω, αυτό που πρέπει να εμποδιστεί, να αποτραπεί, σε Σοφ.