καμηλικός

From LSJ
Revision as of 22:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμηλικός Medium diacritics: καμηλικός Low diacritics: καμηλικός Capitals: ΚΑΜΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: kamēlikós Transliteration B: kamēlikos Transliteration C: kamilikos Beta Code: kamhliko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A of or for a camel, γόμοι OGI 629.16 (Palmyra, ii A.D.); transportable by camels (cf. ὀνικός), λίθοι POxy.498.8 (ii A. D.).

Greek Monolingual

καμηλικός, -ή, -όν (Α) κάμηλος
(επιγρ. και πάπ.)
1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε καμήλα
2. αυτός που έχει τόσο βάρος όσο μπορεί να σηκώσει και να μεταφέρει μια καμήλα.