Full diacritics: καυστηρός | Medium diacritics: καυστηρός | Low diacritics: καυστηρός | Capitals: ΚΑΥΣΤΗΡΟΣ |
Transliteration A: kaustērós | Transliteration B: kaustēros | Transliteration C: kafstiros | Beta Code: kausthro/s |
A v. καύστειρα.
[Seite 1408] κύων, der sengende Sirius, Opp. Hal. 2, 509 u. a. Sp. S. καυστειρός.
καυστηρός: ἴδε ἐν λέξ. καύστειρα.
καυστηρός, -ά, -όν (ΑΜ) καύστης
καυστικός, καυτός, πολύ ζεστός.