λάχνωσις
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
εως, ἡ, A covering with hair, Hp.Hebd.5.21 R.
German (Pape)
[Seite 20] ἡ, das Bchaaren oder Behaartsein, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λάχνωσις: τὸ καλύπτειν διὰ τριχῶν, τρίχωσις, Ἱππ. ἐν Θεολ. Ἀριθμ. σ. 43.
Greek Monolingual
λάχνωσις, ἡ (Α) λαχνούμαι
το να είναι ή να γίνεται κάτι τριχωτό.