λιγύκροτος
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
ον, A loud-rattling, gloss on λιγυρώτατον, Suid.; cf. foreg.
German (Pape)
[Seite 43] laut rauschend, lärmend, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγύκροτος: -ον, ἠχηρῶς κροτῶν, Σουΐδ.
Greek Monolingual
λιγύκροτος και λιγύκορτος, -ον (Α)
αυτός που κάνει δυνατό κρότο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + κρότος. Ο τ. λιγύκορτος από μετάθεση φθόγγων].