λιθάριον
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
τό, Dim. of λίθος, A stone, Thphr.HP3.7.5, Phld.Po.Herc.1675.5, Dsc.1.68, 5.40, PKlein.Form.303 (vi A.D.). 2 a gem, IG11(2).287 B46 (Delos, iii B.C.), Annuario 6/7.405 (Perge), PHolm.5.4, al. (Condemned by Phryn. 158.)
German (Pape)
[Seite 44] τό, dim. von λίθος, Steinchen, Theophr. u. Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 180, wo das Wort als unattisch für λιθίδιον getadelt ist.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ λίθος, «λιθάρι», χάλιξ, Θεοφρ. π Φυτ. Ἱστ. 3. 7. 5.
Russian (Dvoretsky)
λῐθάριον: τό Plut. = λιθίδιον.