λυκοφόρος
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
ον, A branded with the mark of a wolf, name of a swift breed of Venetian horses (cf. λυκοσπάς 11), Str.5.1.9.
Greek (Liddell-Scott)
λῠκοφόρος: -ον, φέρων ὡς ἔγκαυμα σημεῖον λύκου, πρβλ. λυκοσπὰς ΙΙ.
Greek Monolingual
λυκοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει εγκεκαυμένο στο δέρμα του σήμα λύκου («τὸν δέ... καυτηριάσαι τε τὰς ἵππους λύκον καὶ κληθῆναι λυκοφόρους», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -φόρος (< φέρω)].