μίλτινος

From LSJ
Revision as of 11:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίλτῐνος Medium diacritics: μίλτινος Low diacritics: μίλτινος Capitals: ΜΙΛΤΙΝΟΣ
Transliteration A: míltinos Transliteration B: miltinos Transliteration C: miltinos Beta Code: mi/ltinos

English (LSJ)

η, ον,    A of μίλτος, γραμμή Plu.2.1081b, cf. Cleom.2.1; τὸ μ., = μίλτος 1, Plu.2.287d.

German (Pape)

[Seite 186] = μίλτειος; τὸ μίλτινον, die rothe Farbe, Plut. qu. Rom. 98; μιλτίνη γραμμή, adv. Stoic. 40.

Greek (Liddell-Scott)

μίλτῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μίλτου· τὸ μίλτινον = μίλτος ΙΙ, Πλούτ. 2. 1081Β.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de vermillon ; τὸ μίλτινον, vermillon.
Étymologie: μίλτος.

Greek Monolingual

-ή, -ο (Α μίλτινος, -ίνη, -ον) μίλτος
κατασκευασμένος από μίλτο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μίλτινον
η μίλτος.

Russian (Dvoretsky)

μίλτῐνος: сделанный красной краской (γραμμή Plut.).