μειωτός
From LSJ
Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann
English (LSJ)
ή, όν, A capable of diminution, Herm. ap. Stob.1.10.15.
German (Pape)
[Seite 117] verkleinernd, zu verkleinern, der Verkleinerung fähig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μειωτός: -ή, -όν, ὁ ἐλάττωσιν ἐπιδεχόμενος,
Greek Monolingual
μειωτός, -ή, -όν (Α) μειώ
αυτός που μπορεί να ελαττωθεί, που επιδέχεται μείωση.