μιξεριφαρνογενής

From LSJ
Revision as of 12:35, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιξερῐφαρνογενής Medium diacritics: μιξεριφαρνογενής Low diacritics: μιξεριφαρνογενής Capitals: ΜΙΞΕΡΙΦΑΡΝΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: mixeripharnogenḗs Transliteration B: mixeripharnogenēs Transliteration C: mikserifarnogenis Beta Code: micerifarnogenh/s

English (LSJ)

ές,    A of kid and lamb mixed together, χορδά Philox.2.34.

Greek (Liddell-Scott)

μιξερῐφαρνογενής: -ές, ὁ ἀναμὶξ ἔριφος καὶ ἀρνίον, Φιλόξ. 2. 34.

Greek Monolingual

μιξεριφαρνογενής, -ές (Α)
αυτός που προήλθε από μίξη εντέρων κατσικιού και αρνιού («μιξεριφαρνογενής χορδά», Φιλόξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- του μίγννμι /μείγνυμι + ἔριφος «κατσίκι» + ἀρήν, ἀρνός «αρνί» + -γενής (< γένος)].