Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4Click links below for lookup in third sources:
English (LSJ)
ου, ὁ, A = μυττός, Hsch. μυτικίζειν· κολάζειν, Id.
German (Pape)
[Seite 223] ὁ, = μυττός, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μύτης: -ου, ὁ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ μύτις 2.
Greek Monolingual
μύτης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μυττός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που έχει διορθωθεί σε μύτις].