ναυσίασις
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
[ῐ], εως, ἡ, A squeamishness, Hsch.
German (Pape)
[Seite 232] ἡ, Neigung zum Erbrechen, Uebelkeit, Hesych. erkl. βδελυγμός.
Greek (Liddell-Scott)
ναυσίᾱσις: ἡ, ναυτίασις, «βδελυγμὸς» Ἡσύχ.· ― ναυσιασμός, ὁ, ναυτία, Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 975, 13.
Greek Monolingual
ναυσίασις, ἡ (Α) ναυσιώ
1. ναυτία
2. (κατά τον Ησύχ.) «βδελυγμός».