ξυλολογεία
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
ἡ, A gathering of wood, POxy.729.33 (ii A. D.).
Greek Monolingual
ξυλολογεία, ἡ (Α)
το μάζεμα ξύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λογεία «συλλογή φόρων» (< λογεύω «συλλέγω»)].