πιστήριον
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
English (LSJ)
τό, A = ποτιστήριον, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 620] τό, = ποτιστήριον, Phot. lex.
Greek (Liddell-Scott)
πιστήριον: τό, = ποτιστήριον Φώτ.
Greek Monolingual
τὸ, Α πιστήρ
(κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «ποτιστήριον».